- βλαστήματα
- βλάστημαoffspringneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαστήματ' — βλαστήματα , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc pl βλαστήματι , βλάστημα offspring neut dat sg βλαστήματε , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
ερνεσίπεπλος — ἐρνεσίπεπλος, ον (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι πεπλος, τερψιμ βροτος) + πέπλον] … Dictionary of Greek
μεσεγχυματώδης — ες ιατρ. αυτός που είναι όμοιος με το μεσέγχυμα ή αποτελείται από μεσέγχυμα («μεσεγχυματώδη βλαστήματα») … Dictionary of Greek
νομοθέτημα — το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ] κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιο αρχ. σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
προεκτρέχω — Α 1. τρέχω πρώτος προς τα έξω 2. (για νεογνό) βγαίνω πρώτος, γεννιέμαι πρώτος 3. (για βλαστήματα) βλαστάνω πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, βλαστάνω»] … Dictionary of Greek
συνεκκόπτω — ΜΑ εκμηδενίζω, εξαλείφω αρχ. 1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποκόπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»] … Dictionary of Greek
βόλβοξ — (volvox).Γένος χλωροφυκών των γλυκών νερών. Τα άτομα του γένους αυτού ζουν κατά αποικίες, σφαιρικού ή ωοειδούς σχήματος, που η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 0,7 χιλιοστών, και συνδέονται μεταξύ τους με κυτταροπλασματικές γέφυρες. Τα… … Dictionary of Greek